- συγκάθεσις
- συγ-κάθ-εσις, ἡ das Mitherablassen, die Nachgiebigkeit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συγκάθεσις — έσεως, ἡ, Α (δ. γρφ·) βλ. συγκατάθεση … Dictionary of Greek
συγκατάθεση — η / συγκατάθεσις, έσεως, ΝΜΑ, και συγκάθεσις Α [συγκατατίθημι] επιδοκιμασία, συναίνεση, συγκατάνευση («ἔπαινον δὲ καὶ συγκατάθεσιν μᾱλλον τοῑς πράττουσι», Πολ.) νεοελλ. (νομ.) συναίνεση προϋποθετική τού κύρους δικαιοπραξίας αρχ. 1. συμφωνία 2.… … Dictionary of Greek